ὁμοχρονεῖν

ὁμοχρονεῖν
ὁμοχρονέω
keep time with
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομοχρονώ — ὁμοχρονῶ, έω (Α) [ομόχρονος] 1. κρατώ το ίδιο χρονικό μέτρο, τον ίδιο μουσικό χρόνο με κάποιον άλλο («συνῳδὸν εἶναι τὴν κιθάραν καὶ ὁμοχρονεῑν τῇ γλώττῃ τὸ πλῆκτρον», Λουκιαν.) 2. ζω κατά τον ίδιο χρόνο, είμαι σύγχρονος ή πράττω κάτι συγχρόνως με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”